περιβάλλουσα

περιβάλλουσα
περιβάλλω
throw round
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιβάλλουσα — Έστω (1): f(x, ψ, t) = 0 ότι είναι η αναλυτική παράσταση μιας οικογένειας καμπυλών του επιπέδου xψ, t μια παράμετρος. Αν η συνάρτηση f ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες (παραγωγισιμότητας και συνέχειας), τότε υπάρχει μία (και μόνο) «καμπύλη» (π) του… …   Dictionary of Greek

  • περιβαλλούσας — περιβαλλούσᾱς , περιβάλλω throw round pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περιβαλλούσᾱς , περιβάλλω throw round pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλλουσ' — περιβάλλουσα , περιβάλλω throw round pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) περιβάλλουσι , περιβάλλω throw round pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιβάλλουσι , περιβάλλω throw round pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • ψευδάνθρακας — Φλεγμονώδης δερματοπάθεια, που οφείλεται συνήθως στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και συνένωση πολλών δοθιηνών. Παθογόνο αίτιο του ψ. είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και σπανιότερα ο στρεπτόκοκκος, που εισχωρεί στο δέρμα από τον θύλακο των τριχών ή τους… …   Dictionary of Greek

  • ενειλιγμένη — Ο γεωμετρικός τόπος των κέντρων καμπυλότητας μίας επίπεδης καμπύλης I ή ακόμα η περιβάλλουσα των καθέτων της (η καμπύλη I ως προς την ε. της λέγεται εξειλιγμένη). Η εξειλιγμένη και η ε. έχουν τις εξής ιδιότητες: α) η εφαπτομένη σε ένα οποιοδήποτε …   Dictionary of Greek

  • Κλερό, Αλεξίς Κλοντ — (Alexis Claude Clairaut, Παρίσι 1713 – 1765). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Η ιδιοφυΐα του έγινε γνωστή από την ηλικία των 13 ετών, όταν έκανε ανακοίνωση στη Γαλλική Ακαδημία, στην οποία πραγματευόταν ορισμένες καμπύλες δικής του επινόησης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”